- γερανοβοσία
- γερᾰνο-βοσία, ἡ, = sq., Poll.9.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γερανοβοσίαι — γερανοβοσίᾱͅ , γερανοβοσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)